Οι τελευταίες στιγμές του Ιάκωβου

Βλέποντας τον θάνατο να πλησιάζει, ο Ιάκωβος, περιέργως, ένιωθε ευτυχισμένος. Ήταν επιτέλους ολοκληρωμένος, και δεν τον ένοιαζε αν θα πεθάνει η οχι – θα πέθαινε κάποια στιγμή, άλλωστε. Είχε όμως καταφέρει να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του πατέρα του, την υπόσχεση που του είχε δώσει πρίν απο τόσα χρόνια. «Γιέ μου, να τα μαζέψεις όλα», του είχε πει ο πατέρας πρίν πεθάνει. «Να τιμήσεις το όνομα μας».

Απο εκείνη τη μέρα, ο Ιάκωβος αφιέρωσε τη ζωή του στο να μαζέψει όλα τα λα.Τι λα δίεση, τι λα ύφεση, λα παρεστιγμένα, λα απο βιολί, απο όμποε, απο πιάνο, απο καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο, λα παιγμένα απο μεγάλες ορχήστρες και λα παιγμένα απο πλανόδιους μουσικούς στους δρόμους της Μπογκοτά, λα που κατάφερνε να πιάσει σε θρησκευτικές τελετές στην Ινδία, χωμένος με το μαγνητοφωνάκι του σε μια γωνία, πρίν αφεθούν να χαθούν για πάντα τα λα σε δονήσεις του παλλόμενου αέρα απο τις χορδές πελώριων Σιτάρ.

Τα είχε όλα ηχογραφήσει και καταγράψει προσεκτικά. Ταξινομημένα και καταλογογραφημένα σε ηχογραφήσεις και τόμους αναλύσεων, προσεκτικά τοποθετημένα στην τεράστια ξύλινη βιβλιοθήκη που γέμιζε τους τοίχους του αρχοντικού της οικογένειας του. Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο μαζεύοντας λα. Πασίγνωστοι μουσικοί συνωστίζοταν στο μικρό στουντιάκι που είχε χτίσει ο Ιάκωβος στο υπόγειο του αρχοντικού του, πασχίζοντας να του χαρίσουν το καλύτερο τους λα παιγμένο με τα ηχοχρώματα και τους τονισμούς χιλιάδων διαφορετικών οργάνων φτιαγμένων απο τους καλύτερους τεχνίτες στον κόσμο.

Ο ίδιος ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, συνέθεσε αυτοπροσώπως ενα λα αποκλειστικά για τον Ιάκωβο, παιγμένο με απαράμιλλη τεχνική απο τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου, ύστερα απο εξαντλητικές πρόβες. Ήταν απο τα καλύτερα λα που είχε μαζέψει, και το είχε τοποθετημένο σε περίοπτη θέση πάνω στο βαρύ, ξύλινο γραφείο του.

Ενας βαρύς ανεκπλήρωτος πόνος όμως, πίκραινε την καρδιά του Ιάκωβου.

Του έλειπε ενα λα.

Ήξερε, απο πολλές πηγές και μαρτυρίες στα ταξίδια του και στις συζητήσεις του με τους καλύτερους μουσικούς στον κόσμο, οτι υπήρχε κάπου στα βάθη της Αφρικανικής ζούγκλας, στην Τελευταία Σοβιετία της Αφρικής, ενα σπάνιο είδος βατράχου. Αυτός ο βάτραχος, αν είχε να κάνει σεξ περισσότερο απο μια εβδομάδα, τα αρχίδια του πρήζοταν και γινόντουσαν μπλέ. Απο την αβάσταχτη αγωνία τότε, ο βάτραχος άνοιγε το στόμα του και τραγουδούσε το ερωτικό του κάλεσμα, μήπως καταφέρει και προσελκύσει κάποια θηλυκιά.

Αυτό το ερωτικό κάλεσμα ήταν το πιο μελωδικό, το πιο μεστό, το πιο μελίρρυτο και γλυκόηχο λα που υπήρχε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και ποτέ, κανείς δεν το είχε ηχογραφήσει. Γιατί στη ζούγκλα παραμόνευαν οι Απολίτιστοι Βάρβαροι Που Δεν Πέρασαν Διαφωτισμό, έπιαναν όποιον τολμούσε να πλησιάσει, και του έτρωγαν το συκώτι.

Ο Ιάκωβος όμως θα το κατάφερνε – ήταν το πεπρωμένο του. Τι νόημα θα είχε αλλιώς η ζωή του; Πόση ντροπή θα ένιωθε ο πατέρας του, στριφογυρίζοντας στον τάφο του; Πόσοι κόποι δεκαετιών θα πήγαιναν χαμένοι, τι ατιμία θα βάραινε για πάντα το όνομα του, που θα γινόταν συνώνυμο της ατέλειας, της μετριότητας, της προχειρότητας, πρίν χαθεί για πάντα στη λήθη της ανωνυμίας; Οχι! Έπρεπε να το καταφέρει!

Αυτά σκεφτόταν ο Ιάκωβός, βουτηγμένος μέχρι το στήθος μέσα στη λάσπη, καθώς παρακολουθούσε με το ειδικο κατευθυντικό μικρόφωνο και τη διόπτρα εναν βάτραχο αρκετά μέτρα παραπέρα, καθισμένο πάνω σε ενα βραχάκι. Τα αρχίδια του είχαν φουσκώσει και είχαν γίνει μπλέ – φαινόταν πεντακάθαρα απο τη διόπτρα, καθώς ο βάτραχος έτρεμε απο τον πόθο που τον κατέκλυζε.

Τρείς μέρες περίμενε ο Ιάκωβος αυτή τη στιγμή, τρείς μέρες αφότου είχε καταφέρει να εντοπίσει τον βάτραχο, και δεν τον άφηνε στιγμή απο τα μάτια του, παρά την πείνα, την αυπνία, και τις κακουχίες της Αφρικής. Δυο χρόνια ολόκληρα έψαχνε ο Ιάκωβος να βρεί τον βάτραχο, μπαινοβγαίνοντας κρυφά στη ζούγκλα, προσπαθώντας να αποφύγει τους Απολίτιστους Βάρβαρους Που Δεν Πέρασαν Διαφωτισμό. Επιτέλους, ένιωθε οτι οι προσπάθειες του είχαν αποφέρει καρπούς.

Ξαφνικά, ο βάτραχος άνοιξε το στόμα του, και η βελόνα του καταγραφικού που ήταν συνδεδεμένο στο κατευθυντικό μικρόφωνο τινάχτηκε μαζί με την καρδιά του Ιάκωβου. Ο βάτραχος κόαξε, αφήνοντας τον πιο γλυκό, τον πιο αιθέριο, τον πιο απολαυστικό ήχο που είχε ακούσει ποτέ ανθρώπινο αυτί:

800px-Audio_a.svg

Λά!

Ο Ιάκωβος κοίταξε το καταγραφικό ήχου, και σιγουρεύτηκε οτι το είχε καταγράψει. Ήταν το πιο τέλειο λα που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του. Και τα είχε ακούσει όλα, πλέον. Επιτέλους, είχε καταφέρει να εκπληρώσει το όνειρο μιάς ζωής. Ο πατέρας του θα ήταν περήφανος γι’αυτόν. Πλέον, το τιμημένο όνομα της οικογένειας ήταν δικαιωματικά δικό του.

Δεν ήταν πιά απλώς ο Ιάκωβος.

Ήταν, επιτέλους, ο Ιάκωβος Πολυλάς.

Έτσι, δεν ένιωθε κανένα φόβο η ανησυχία όταν, ακούγοντας τη φωνή του βατράχου, έτρεξαν και τον έπιασαν οι Απολίτιστοι Βάρβαροι Που Δεν Πέρασαν Διαφωτισμό. Είχε προετοιμαστεί γι’αυτή τη στιγμή, και είχε αποφασίσει να αντιμετωπίσει στωικά τη μοίρα που τον περίμενε. Νιώθωντας μάλιστα οίκτο γι αυτούς τους άνθρωπους, στο διάστημα της αιχμαλωσίας του μέχρι τη μοιραία στιγμή, έκανε ο,τι περνούσε απο το χέρι του για να τους εκπολιτίσει. Αφού τους διαβεβαίωσε οτι δεν έπινε και πρόσεχε το συκώτι του, τους έμαθε πως να του το αφαιρέσουν γρήγορα και προσεκτικά, για να μη χάσει τους ζωμούς και τη γεύση του.

Τους έδειξε πως θα το σιτέψουν σε μια ξερή αποθηκούλα που έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια, γεμισμένη με αρωματικά φυτά. Τους περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια πως θα το μαρινάρουν για δυο νύχτες σε λάδι τρούφας, μοσχοκάρυδο και πιπερόριζα, και πώς θα το τηγανίσουν σωστά σε λίπος πάπιας, στη σωστή ακριβώς θερμοκρασία ωστε να αναδείξει πλήρως όλα του τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.

Ο Ιάκωβος Πολυλάς πέθανε ευτυχισμένος με τον ήχο του λα να πλημμυρίζει την ψυχή του, την ώρα που οι Απολίτιστοι Βάρβαροι Που Δεν Πέρασαν Διαφωτισμό του έβγαζαν το συκώτι.

Τόσο θαμπώθηκαν απο θαυμασμό για τον χαρακτήρα και την ακεραιότητα του Ιάκωβου Πολυλά οι Απολίτιστοι Βάρβαροι Που Δεν Πέρασαν Διαφωτισμό, τόσο τους πλημμύρισε με αγαλλίαση η γεύση του καλύτερου συκωτιού που είχαν φάει ποτέ τους, που αποφάσισαν να αλλάξουν τη ζωή τους.

Πέρασαν διαφωτισμό (με λίγο πυρετό, είναι η αλήθεια), εκπολιτίστικαν, άφησαν τη ζούγκλα, και μετακόμισαν στην Βιέννη, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στην Νέα Υόρκη, όπου διέπρεψαν στις τέχνες, τα γράμματα, τις επιστήμες, και τον πολιτισμό, και έγιναν διακεκριμένοι οικονομολόγοι, τραπεζίτες, νομικοί, ιατροί, πολιτικοί επιστήμονες, και άλλα διαφωτισμένα επαγγέλματα.

Μόνο μια νύχτα το χρόνο, συγκεντρώνονταν κρυφά όλοι μαζί στο χωριό τους, και καθόντουσαν σε κύκλο γύρω απο τον τάφο του Ιάκωβου Πολυλά αμίλητοι, ακούγοντας τα βατράχια να κοάζουν το πιο μελωδικό, το πιο μεστό, το πιο μελίρρυτο και γλυκόηχο λα που υπήρχε σε ολόκληρο τον πλανήτη.


2 Σχόλια on “Οι τελευταίες στιγμές του Ιάκωβου”

  1. Ο/Η elisabmichael λέει:

    Πολυ-λάς! Υπέροχο παραμύθι.

  2. Ο/Η elisabmichael λέει:

    Παίζει με το Ιάκωβος (λα) Πολυ-λας (Ιάκωβος Πολυλάς 1825-1896)? Τι λές?


Αφήστε απάντηση στον/στην elisabmichael Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.